επιβίωση

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

η
1. παράταση, διατήρηση της ζωής μετά από κάποιο γεγονός
2. διατήρηση στη ζωή παρά τις μεγάλες δυσχέρειες
3. το φαινόμενο κατά το οποίο εκδηλώσεις παλιότερου πολιτισμού διατηρούνται σε περισσότερο εξελιγμένες βαθμίδες μολονότι έχουν εκλείψει οι αιτίες που τίς προκάλεσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιβιώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επιβίωσις μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].