ευχαρίστηση

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

η (Μ εὐχαρίστησις και εὐχαρίστηση) ευχαριστώ
1. η πνευματική ή συναισθηματική ικανοποίηση, η ευχάριστη ψυχική κατάσταση («δεν βρίσκω στη ζωή καμιά ευχαρίστηση»)
2. φρ. (α. «εάν έχετε την ευχαρίστηση» — παρακαλώ, αν θέλετε...
β. «λάβετε την ευχαρίστηση» — παρακαλώ να...
μσν.
ευχαριστία.