ιεροτελεστής

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἱεροτελεστής)
νεοελλ.
αυτός που τελεί θρησκευτική λειτουργία, ιερουργός, ιεροφάντης, ιερέας
αρχ.
(για τον Χριστό) αυτός που μυεί, αυτός που εισάγει κάποιον στα θρησκευτικά μυστήρια, ο ιερομύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -τελεστής (< τελώ), πρβλ. Ορφεο-τελεστής, χριστο-τελεστής.