ιεροτελεστής
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Greek Monolingual
ο (Α ἱεροτελεστής)
νεοελλ.
αυτός που τελεί θρησκευτική λειτουργία, ιερουργός, ιεροφάντης, ιερέας
αρχ.
(για τον Χριστό) αυτός που μυεί, αυτός που εισάγει κάποιον στα θρησκευτικά μυστήρια, ο ιερομύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -τελεστής (< τελώ), πρβλ. Ορφεοτελεστής, χριστοτελεστής.