Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
κλώψ, -ωπός, ὁ (Α)
κλέφτης (α. «οὐ κλῶπές ἐσμεν, οὐχ ὑπηρέται κακῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω. Ο τ. εμφανίζει την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα κλωπ- της ρίζας κλεπ-].