οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
κλώψ, -ωπός, ὁ (Α)κλέφτης (α. «οὐ κλῶπές ἐσμεν, οὐχ ὑπηρέται κακῶν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω. Ο τ. εμφανίζει την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα κλωπ- της ρίζας κλεπ-].