κλωψ
From LSJ
Εἴκειν δ᾽ οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don’t know how to yield to your misfortunes
κλώψ, -ωπός, ὁ (Α)
κλέφτης (α. «οὐ κλῶπές ἐσμεν, οὐχ ὑπηρέται κακῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω. Ο τ. εμφανίζει την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα κλωπ- της ρίζας κλεπ-].