κλώψ
Contents
English (LSJ)
κλωπός, ὁ, (κλέπτω) thief, Hdt.1.41, al., E.Hel.553, X.An. 4.6.17, Aen.Tact.23.7, etc.
German (Pape)
[Seite 1459] κλωπός, ὁ, der Dieb (von κλέπτω, wie βλώψ von βλέπω, ῥώψ von ῥέπω), diebisch; κλῶπες ἄνδρες Eur. Rhes. 645; κλωπὸς φωτός 709; Her. 1, 41; Xen. An. 4, 6, 17, wo vulg. κλοπῶν falsche Lesart ist; Luc. Tox. 57.
French (Bailly abrégé)
κλωπός (ὁ) :
voleur.
Étymologie: κλέπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλώψ κλωπός, ὁ [κλέπτω] dief.
Russian (Dvoretsky)
κλώψ: οπός ὁ вор, похититель Her., Eur., Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κλώψ: κλωπός, ὁ, (κλέπτω), κλέπτης, Λατ. fur, Ἡρόδ. 1. 41., 2. 150., 6. 16, Εὐρ. Ἑλ. 553. Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17, κτλ.· πρβλ. κλωπεία.
Greek Monolingual
κλώψ, -ωπός, ὁ (Α)
κλέφτης (α. «οὐ κλῶπές ἐσμεν, οὐχ ὑπηρέται κακῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω. Ο τ. εμφανίζει την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα κλωπ- της ρίζας κλεπ-].
Greek Monotonic
κλώψ: κλωπός, ὁ (κλέπ-τω), κλέφτης, σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
κλώψ, κλωπός, οῦ, κλέπτω
a thief, Hdt., Eur., Xen.
Mantoulidis Etymological
-πός (=κλέφτης). Ἀπό τό κλέπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.