κατολίσθηση
From LSJ
Greek Monolingual
η (ΑΜ κατολίσθησις) κατολισθαίνω
το γλίστρημα και πέσιμο
νεοελλ.
γεωλ. το φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ή εδάφους αποσπώνται από τα όρη ή τις κοιλάδες και μετακινούνται προς τα χαμηλότερα μέρη τών κλιτύων υπό την επίδραση της βαρύτητας.