κλίβανον
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
κλίβανον και κρίβανον, τὸ (Α)
1. κλίβανος
2. θώρακας φολιδωτός, διακοσμημένος με μεταλλικά πλακίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κλίβανος / κρίβανος (ὁ), με αλλαγή γένους].