οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
και καψούλα, η και καψούλι, το(φαρμ.) ωοειδές σφαιρικό ή κυλινδρικό περίβλημα προορισμένο να περιλάβει ένα φάρμακο υπό μορφή είτε σκόνης είτε παχύρρευστου ή λεπτόρρευστου υγρού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capsula < capsa «θήκη, κιβώτιο»).