κάψουλα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

και καψούλα, η και καψούλι, το
(φαρμ.) ωοειδές σφαιρικό ή κυλινδρικό περίβλημα προορισμένο να περιλάβει ένα φάρμακο υπό μορφή είτε σκόνης είτε παχύρρευστου ή λεπτόρρευστου υγρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capsula < capsa «θήκη, κιβώτιο»).