έκπληξη

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

η (AM ἔκπληξις)
1. ψυχολογική κατάσταση στην οποία περιέρχεται κανείς από απροσδόκητο γεγονός, ευχάριστο ή δυσάρεστο, το ξάφνιασμα
νεοελλ.
το ίδιο το απροσδόκητο γεγονός, ιδίως ευχάριστο
αρχ.-μσν.
1. κατάπληξη, τρόμος
2. θαυμασμός.