κράνο
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
Greek Monolingual
το
(Α κράνον)
καρπός της κρανιάς
αρχ.
το φυτό κρανιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή kr-n- της συνεσταλμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας ker- «κράνο, κεράσι» (οι δυο καρποί μοιάζουν πολύ). Εμφανίζει πλήρη αντιστοιχία με το λατ. cornum, συνδεόμενο και προς το λιθουαν. Kirnis (όνομα θεότητας που προστατεύει τις κερασιές). Το ελλ. κέρασος, εν τούτοις, θεωρείται δάνεια λ. θρακοφρυγικής προελεύσεως].