αντιστοιχία

From LSJ

πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀντιστοιχία)
η συμμετρική τοποθέτηση, το να βρίσκεται κάτι απέναντι σε κάτι άλλο
νεοελλ.
η αναλογία, η σχέση ομοιότητας ή συμφωνίας.