αντιστοιχία
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
Greek Monolingual
η (Α ἀντιστοιχία)
η συμμετρική τοποθέτηση, το να βρίσκεται κάτι απέναντι σε κάτι άλλο
νεοελλ.
η αναλογία, η σχέση ομοιότητας ή συμφωνίας.