κεράσι
From LSJ
το (ΑΜ κεράσιον)
ο καρπός της κερασιάς
νεοελλ.
φρ. «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι» — όταν ακούς βαρύγδουπα λόγια ή μεγάλες υποσχέσεις να είσαι επιφυλακτικός
μσν.-αρχ.
η κερασιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + υποκορ. κατάλ. -ι (ον), πρβλ. πόδ-ι (ον), χέρ-ι (ον)].