κουτουλώ

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

-άω, και κουτουλίζω
1. (για ζώα) χτυπώ ή έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα κέρατα
2. χτυπώ με το κεφάλι
3. είμαι βλάκας
4. (στον τ. κουτουλώ) πάω στα τυφλά
5. φρ. «κουτουλάω από τη νύστα» — νυστάζω πολύ και γέρνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούτουλο < κούτελο, με αφομοίωση].