κοντόχοντρος
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
-η, -ο
κοντός και συγχρόνως παχύς, κοντόπαχος, κοντοπίθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + χοντρός].