κουνιστός
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να κουνιέται, να λικνίζεται
2. (για άνδρα) αυτός που κουνιέται προκλητικά καθώς περπατάει, ο θηλυπρεπής, ο κίναιδος
3. (για γυναίκα) η ακκιζόμενη, η ναζιάρα, η κουνίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνίζω, υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. κούνησα του κουνώ κατά το σχήμα κλονίζω: κλονώ].