κουνιστός
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να κουνιέται, να λικνίζεται
2. (για άνδρα) αυτός που κουνιέται προκλητικά καθώς περπατάει, ο θηλυπρεπής, ο κίναιδος
3. (για γυναίκα) η ακκιζόμενη, η ναζιάρα, η κουνίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνίζω, υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. κούνησα του κουνώ κατά το σχήμα κλονίζω: κλονώ].