κολίτιδα
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
Greek Monolingual
η
φλεγμονή του κόλου και, με την ευρεία έννοια, ολόκληρου του παχέος εντέρου, η οποία μπορεί είτε να προκληθεί από μικρόβια ή παράσιτα είτε να μην είναι ειδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colite < col(o)- (< κόλον «τμήμα του παχέος εντέρου») -ite < -ῖτις / -ίτιδος (βλ. -ίτιδα)].