πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
κοινοδρομῶ, -έω (Α)
τρέχω από κοινού με άλλον, μετέχω σε κοινό δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δρομῶ (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. δολιχο-δρομώ, ισο-δρομώ].