κοινοδρομώ

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source

Greek Monolingual

κοινοδρομῶ, -έω (Α)
τρέχω από κοινού με άλλον, μετέχω σε κοινό δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δρομῶ (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. δολιχοδρομώ, ισοδρομώ].