λανάρι

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

το (Μ λανάρι)
εργαλείο με το οποίο ξαίνεται και καθαρίζεται το μαλλί πριν από το κλώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λανάριον, ουδ. του επιθ. λανάριος < λατ. lanarius «εριουργός» < λατ. lana, -ae «έριον, μαλλί»].