κυριοφόρος
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
κυριοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει τον Κύριο («κυριοφόρον φάτνην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. θεο-φόρος, κερδο-φόρος.