λωμάτιον

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite bordure;
2 casaque militaire.
Étymologie: λῶμα.

Greek Monolingual

λωμάτιον, τὸ (Α) λώμα
(υποκορ. του λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα της άκρης του φορέματος.