γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
ου (τό) :1 petite bordure;2 casaque militaire.Étymologie: λῶμα.
λωμάτιον, τὸ (Α) λώμα(υποκορ. του λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα της άκρης του φορέματος.