λεπτοφαής
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
ές,
A feebly shining, Nonn.D.5.170.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοφαής: -ές, ἀσθενῶς λάμπων, Νόνν. Δ. 5. 170.
Greek Monolingual
λεπτοφαής ή λεπτοφανής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει αμυδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -φαής (< φάος), πρβλ. κεραυνο-φαής, νυκτι-φαής. Ο τ. λεπτοφανής < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -φανής (< φαίνω), πρβλ. κατα-φανής, νυκτι-φανής].