μελισσαριό

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

το (Α μελισσάριον) μέλισσα
τόπος όπου είναι εγκατεστημένα μελίσσια, μελισσοκομείο, μελισσουργείο, μελισσομάντρι, μελισσώνας («καὶ ἰδοὺ μελισσάριον ἐν τῷ σώματι τοῡ λέοντος καὶ μέλι ἧν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -αριό (μέσω ενός αμάρτυρου μελισσ-άρης), πρβλ. κηφην-αριό].