μοιμυώ

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

μοιμυῶ, -άω (Α)
συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῶ «συμπιέζω τα χείλη», με εκφραστικό διπλασιασμό (πρβλ. μοιμύλλω)].