ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
1. σβήνω κατά το ήμισυ
2. εξασθενώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μισοσβη(σ)μένος, -η, -ο
εξασθενημένος, ασθενής («σαν τραγουδιού φωνή μισοσβημένη», Ζερβ.).