μισοσβήνω

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

1. σβήνω κατά το ήμισυ
2. εξασθενώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μισοσβη(σ)μένος, -η, -ο
εξασθενημένος, ασθενής («σαν τραγουδιού φωνή μισοσβημένη», Ζερβ.).