ακουαρέλα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. είδος ζωγραφικής, κατά την οποία ζωγραφίζει κανείς με χρώματα διαλυμένα στο νερό
2. πίνακας αυτού του είδους ζωγραφικής, υδατογραφία
3. το χρώμα που χρησιμοποιείται στην υδατογραφία (κν. νερομπογιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < γαλλ. aquarelle < παλαιότ. ιταλ. τ. acquarella (σύγχρ. acquerello) «νερομπογιά» < υποκορ. acqua «νερό»].