ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ἀκτέριστος, -ον (Α) κτερίζωαυτός που δεν κηδεύτηκε με τιμέςαυτός που έμεινε άταφος.