ακτέριστος

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

ἀκτέριστος, -ον (Α) κτερίζω
αυτός που δεν κηδεύτηκε με τιμές
αυτός που έμεινε άταφος.