βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
ἀκτέριστος, -ον (Α) κτερίζωαυτός που δεν κηδεύτηκε με τιμέςαυτός που έμεινε άταφος.