ἀκτέριστος
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
English (LSJ)
ἀκτέριστον, = ἀκτερέϊστος (unhallowed by funeral rites), S.Ant. 1071, Lyc. 1155.
Spanish (DGE)
-ον
privado de honras fúnebres νέκυς S.Ant.1071, cf. παστὰς ἀ. de la cueva donde Antígona fue emparedada, S.Ant.1207, τάφος Lyc.1155, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 86] dass., νέκυς Soph. Ant. 1058; παστάς 1192; Lycophr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas reçu les honneurs funèbres.
Étymologie: ἀ, κτερίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκτέριστος -ον [ἀ-, κτερεΐζω niet met de juiste rituelen begraven.
Russian (Dvoretsky)
ἀκτέριστος: лишенный похоронных почестей (παστάς Soph.); брошенный без погребения (νεκύς Soph.).
Middle Liddell
κτερίζω
unhallowed by funeral rites, Soph.
Greek Monolingual
ἀκτέριστος, -ον (Α) κτερίζω
αυτός που δεν κηδεύτηκε με τιμές
αυτός που έμεινε άταφος.
Greek Monotonic
ἀκτέριστος: -ον (κτερίζω), αυτός που δεν τιμήθηκε με νεκρικές τελετές, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτέριστος: -ον, = ἀκτερέϊστος, Σοφ. Ἀντ. 1071. πρβλ. παστάς.
English (Woodhouse)
deprived of funeral honors, deprived of funeral honours
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν ἔτυχε νεκρικῶν τιμῶν). Ἀπό τό α στερητ. + κτερίζω (=θάβω μέ τιμές).