ακρώμιο
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek Monolingual
το (Α ἀκρώμιον)
η άκανθα, η απόφυση της ωμοπλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο)- (Ι) + -ωμιον < ὦμος. Η λ. πέρασε και στην ξενική ορολογία της ανατομίας, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acromion.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακρωμιαίος, ακρωμιακός, ακρωμίαση.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ακρωμιοθωρακικός, ακρωμιοκλειδικός, ακρωμιοκορακοειδής, ακρωμιόπληγμα].