αλαφροπετρίτης

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

-ίτισσα, -ίτικο αλαφρόπετρα
1. αυτός που κατάγεται από το νησί Θήρα (όπου αφθονεί η ελαφρόπετρα)
2. επιπόλαιος, ανόητος.