ἀλδήεις
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
εσσα, εν,
A waxing, increasing, Max.533.
German (Pape)
[Seite 91] lunehmend, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλδήεις: εσσα, εν, αὐξανόμενος, πληθυνόμενος, Μάξιμ. π. κατ. 533.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν creciente, en desarrollo πάντα καὶ αὔξιμα Max.533.
Greek Monolingual
ἀλδήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυξανόμενος, αυξητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἄλδη ή ρημ. ἀλδαίνω.