αλάθευτος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek Monolingual
-η, -ο λαθεύω
1. αυτός που δεν κάνει λάθη, που δεν πέφτει σε σφάλματα, αλάθητος
2. αυτός που δεν αποτυγχάνει στον σκοπό του
3. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, αναμάρτητος
4. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάνθαστος.