αλάθευτος

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek Monolingual

-η, -ο λαθεύω
1. αυτός που δεν κάνει λάθη, που δεν πέφτει σε σφάλματα, αλάθητος
2. αυτός που δεν αποτυγχάνει στον σκοπό του
3. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, αναμάρτητος
4. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάνθαστος.