αλευράπιδο
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
το
είδος απιδιού που διαλύεται στο στόμα σαν αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + απίδι].