αλτάνα

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

και αλιτάνα και αρτάνα, η
1. μικρό, στενό χώρισμα παράλληλο προς τον τοίχο αυλής, όπου φυτεύονται λουλούδια, πρασιά
2. μικρός εξώστης, μπαλκόνι με άνθη
3. γλάστρα με λουλούδια
4. στον πληθ. οι αλτάνες
είδος παιχνιδιού, τα πεντόβολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. altana «εξώστης».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλτανεύω, αλτανιάζω].