ἀμμόχωστος

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμμόχωστος Medium diacritics: ἀμμόχωστος Low diacritics: αμμόχωστος Capitals: ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Transliteration A: ammóchōstos Transliteration B: ammochōstos Transliteration C: ammochostos Beta Code: a)mmo/xwstos

English (LSJ)

ον,

   A sanded up or over, Eust.690.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμόχωστος: -ον, ὁ κεχωσμένος δι’ ἄμμου, Εὐστ. 690. 5.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): -χοστος Wilcken Chr.1.227.1 (III d.C.)
cubierto de arena, arenoso ἰδι[ωτι] κῆς γῆς ἀμμοχώστου (ἄρουραι) εʹ PBaden 90.27 (III d.C.), cf. Wilcken Chr.l.c., de un antiguo fuerte ποταμόκλυστον καὶ ἀ. Eust.690.5, de una tierra no apta para sembrar en ella, op. σπόριμος PCol.172.17 (IV a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀμμόχωστος, -ον)
αυτός που είναι χωμένος μέσα στην άμμο ή σκεπασμένος από άμμο, αμμοσκέπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + χωστός < χώννυμι.
ΠΑΡ. ἀμμοχωσία.