ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
ἀμοιβήδην (Α) επίρρ.αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. -δην].