αμφαλλάξ
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
Greek Monolingual
ἀμφαλλάξ επίρρ. (Α)
εναλλάξ, εκ περιτροπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + επίρρ. ἀλλὰξ ή απευθείας από το ἀμφαλλάσσω.