αμφαλλάξ
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
Greek Monolingual
ἀμφαλλάξ επίρρ. (Α)
εναλλάξ, εκ περιτροπής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφ(ι)- + επίρρ. ἀλλὰξ ή απευθείας από το ἀμφαλλάσσω.