αναζωογόνηση
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η
επανάκτηση ψυχικών και σωματικών δυνάμεων, τόνωση, ενδυνάμωση, ξαναζωντάνεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογονώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου].