αναθεματούρι

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

το
το μέρος όπου ρίχνονται οι πέτρες του αναθέματος, ο τόπος του αναθεματισμού, όπου κάθε διαβάτης ρίχνει την πέτρα του αναθέματος φωνάζοντας «ανάθεμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάθεμα + -ούρι].