αναμόχλευση
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
Greek Monolingual
η (Μ ἀναμόχλευσις) ἀναμοχλεύω
1. νεοελλ. μετακίνηση αντικειμένου με μοχλό, ανασήκωμα, μετατόπιση
2. ανακίνηση λησμονημένου ζητήματος, έξαψη, αναζωπύρωση
μσν.
διατάραξη, ανατροπή.