ανατίμηση

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

η
ο καθορισμός νέας τιμής ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας ή του νομίσματος σε επίπεδο υψηλότερο από το προηγούμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατιμώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό].