ανελκύω
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
(Μ ἀνελκύω)
1. τραβώ προς τα επάνω ή προς τα έξω, βγάζω
2. (για πλοίο) ανασύρω, ανυψώνω, ανελκύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανείλκυσα (αόρ. του ανέλκω).
ΠΑΡ. ανέλκυση (-ις), νεοελλ. ανελκυστήρας (-τήρ)].