(Μ ἀνελκύω)1. τραβώ προς τα επάνω ή προς τα έξω, βγάζω2. (για πλοίο) ανασύρω, ανυψώνω, ανελκύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανείλκυσα (αόρ. του ανέλκω).ΠΑΡ. ανέλκυση (-ις), νεοελλ. ανελκυστήρας (-τήρ)].