ανισόρροπος
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνισόρροπος, -ον)
ασταθής, αυτός που δεν ισορροπεί
νεοελλ.
εκείνος που έχει χάσει τη διανοητική του ισορροπία
αρχ.
άδικος.